- τυραννίς (-ίδα)
- Μορφή διακυβέρνησης, στην οποία η εξουσία ενός μόνου ανθρώπου, που κατακτά τα ανώτατα αξιώματα, ασκείται κατά τρόπο αυθαίρετο και ανεξέλεγκτο. Ο Πλάτων έβλεπε την τ. ως το σοβαρότερο κίνδυνο στον οποίο ήταν εκτεθειμένη η πολιτεία και ο Αριστοτέλης τη χαρακτηρίζει ως εκφυλισμό της μοναρχίας. Στον Μεσαίωνα ο Μπάρτολο ντα Σασοφεράτο έκανε διάκριση μεταξύ τ. χωρίς την ύπαρξη του τίτλου (σφετερισμός) και τ. κατά την άσκηση (βιασμός της δικαιοσύνης). Στη νεότερη εποχή, ο Ρουσό έδωσε τον ορισμό πως «τύραννος είναι ένας ιδιώτης που σφετερίζεται τη βασιλική εξουσία χωρίς να έχει το δικαίωμα», όσο καλή ή κακή κι αν είναι η εξουσία του, και έδινε τον τίτλο του «δεσπότη» σε εκείνον που παραβίαζε τη λαϊκή κυριαρχία: «τύραννος είναι εκείνος που διεκδικεί εναντίον των νόμων το δικαίωμα να κυβερνά σύμφωνα με τους νόμους και δεσπότης είναι εκείνος που βάζει τον εαυτό του πάνω από τους ίδιους τους νόμους. Έτσι ο τύραννος μπορεί να μην είναι δεσπότης, αλλά ο δεσπότης είναι πάντα τύραννος». Στα πλαίσια του νεότερου κράτους δικαίου μπορεί να θεωρηθεί τύραννος εκείνος που αναλαμβάνει και ασκεί το σύνολο των εξουσιών κατά παράβαση του συντάγματος και της νομιμότητας. Με την έννοια αυτή ο χαρακτηρισμός της τυραννίδας αντικαταστάθηκε από τον χαρακτηρισμό της δικτατορίας.
Dictionary of Greek. 2013.